Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

ΠΛΗΓΩΜΕΝΟ ΚΟΤΣΥΦΙ ΑΠΟ ΚΛΑΡΙ ΣΕ ΚΛΑΡΙ (καθώς το αίμα του στάζει πληθαίνει το μαύρο):

 

Έρχονται τα παλιά πουλιά και πέφτουν μέσα μου με ορμή.

Ψηλώνω σαν τοπίο, δεν βλέπω τίποτα απ’ τη σκόνη.

Είναι όλα άσπρα κι ύστερα όλα μαύρα κι είμαι μια κουκίδα στις αστραπές των χρωμάτων τους.

Με μάτια κλειστά, ανοιχτό συκώτι και βλέπω.

Βλέπω το θαύμα της δημιουργίας σε μια τερατώδη αναπαράσταση.

Όπου όλα πρωτόπλαστα εγκαταλείπουν τον παράδεισο κακήν κακώς.

Φεύγοντας. Για λίμνες κι άγρια βουνά. Γι’ άγνωστα μέρη!..

Το βόρειο πλάτος και το μήκος τους εγώ.

Αγεωγράφητος βιότοπος, φορώντας πάνω απ’ όλα αυτά ένα παλιό μπουφάν.

[ΘΕΜΕΛΙΟ ΧΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΤΙΤΛΟ και το πρώτο απόσπασμα από ΤΑ ΑΓΡΙΑ και ΤΑ ΗΜΕΡΑ στη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980 – συγκεντρωτική έκδοση ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978-2012 εκδόσεις Μελάνι 2013 και άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή με ΚΛΙΚ στη φωτογραφία του ποιητή]

 



Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΠΟΥ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΣΤΡΟΦΟΡΟΥΣΕ Σ’ ΑΣΠΡΟ ΣΕΝΤΟΝΙ ΓΥΡΙΖΕ ΚΑΙ ΣΕ ΒΡΕΓΜΕΝΟ

Είχαμε πάρει το μονοπάτι για το σπίτι

θάλασσα ολούθε μπαμπακιά ο Απρίλης

κι όλο χωνόμασταν μες τα πλατάνια

τόσο σωπαίναν δε φυσούσε

μόνο που με κοίταζαν από μέσα μου

νωπά τα μάτια της απ’ τα κεριά

και σφύριζα θυμάμαι το Χριστός Ανέστη.

 

Ο ουρανός που λίγο πριν αστροφορούσε

σ’ άσπρο σεντόνι γύριζε και σε βρεγμένο.

 

Δυο βήματα απ’ τη βρύση ο αδελφός της,

έσταζε το βρακί και το παγούρι του

-Χριστός Ανέστη, πώς περνάς, τι να περνούσε

κόντευε χρόνο πεθαμένος.

Γύρισε να μας δει κι έφεξε ο τόπος

σαν κάποιος να μας φωτογράφιζε τη νύχτα.

[ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΘΑΡΙΑ 1980]

 

 

Μ. ΓΚ. 1888-1979 (από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980)

Έχοντας λίγο κίτρινο στα νύχια και το βλέμμα 

πάει το σκαρί σου κι ανοίγει   

μαύρο το νερό από κάτω

Άδειο το σπίτι. Έξω τα δένδρα   

που φύτεψαν τα χέρια σου.

Αυτή τη νύχτα και την άλλη

με το μπαστούνι άχρηστο στην άκρη  

και το κορμί σου που επιμένει ν’ αφοδεύει.

 

Δε θα τον δεις, απ’ τις γρεντές  

κατέβαινε παλιά, τώρα

ταβάνωσαν το σπίτι και τι να δεις

με τα σβησμένα μάτια σου,

άσε που θα ’ρθει μ’ ένα μαξιλάρι  

και σαν μωρό στην κούνια θα σε πνίξει.

 

Αν θυμάμαι το χέρι σου, λέει,

στη Σκόδρα, στο Μπάλατον, στο Μπελογιάννη

την τριμμένη σου χλαίνη αν θυμάμαι

το χέρι σου που ’τρεμε και κουδούνιζε το  

κουτάλι στο πιάτο κι αν θυμάμαι τα πόδια σου

λέει, με τ’ άκοπα νύχια, τους κάλους που 

σου ’βγαζε ο αδελφός μου θυμάμαι και  

τις φωτογραφίες απ’ την Αμερική με  

τον Βασίλη, με τον Προκόπη, ντυμένοι

στην πένα, με χωρίστρα και οι τρεις στο 

Boston στο Worcester στο  Framingham εκεί

 που αθλούνται τώρα οι γιοι και τα εγγόνια σου.

 

Ούτε αλαφρύ το χώμα ούτε βαρύ.

Η μάνα θα ’ρθει να μας βρει την  

άλλη μέρα θα πάρει το λεωφορείο,

μαύρο αρνί στο μνήμα σου θα βόσκει

κλειστό το σπίτι για καιρό,

τα δυο σκυλιά θα τα ταΐζουν οι γειτόνοι.

Ξένο ψωμί θα τρώνε τα σκυλιά μας.

 

 

ΤΟ ΣΚΥΛΙ

Το ’να σκυλί το σκότωσαν

τ’ άλλο το πήραν οι γειτόνοι.

 

Βγαίνει τις νύχτες

και κοιτάει το φεγγάρι,

μυρίζει στις μολόχες

που του ’ριχνες ψωμί.

Ύστερα βρίσκει τον τορό

κι έρχεται με μουσούδα

όλο δροσιές στο μνήμα σου.

 

Κάθεται στα πισινά κι ακούει

τ’ άλλο σκυλί που αλυχτάει κάποιο  διαβάτη.

[από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΘΑΡΙΑ 1980]

 

 

ΤΟ ΜΠΛΕ ΠΟΥ ΣΕ ΤΥΛΙΓΕΙ (απ’ τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980)

Το μπλε που σε τυλίγει

είναι η στάχτη

του καμένου χρόνου

 

Φυσάει ένας αέρας,

φέρνει φωτογραφίες και τετράδια.

Από τα κάτω χρόνια.

 

Εδώ γελάς, εδώ σωπαίνεις,

εδώ σας πήρανε με φλας

φοράς το μαύρο φωτοστέφανο.

 

Το μπλε που σε τυλίγει

είναι το φως

που εκτοπίζει ο θάνατος.

 

Κανένας δεν το βλέπει.

Κι όμως υπάρχει

και πληθαίνει.

 

ΟΙ ΜΕΡΕΣ και οι ΝΥΧΤΕΣ ΜΟΥ

Οι μέρες και οι νύχτες μου

κι όλος ο χρόνος που πέρασε.

 

Αφημένος εδώ

ένα τίποτα ή ένα σημάδι

κάτω απ’ το γλόμπο του ήλιου.

Καίει το σκοτάδι αθόρυβα

καταναλώνει τα δένδρα και τη φυλή μου.

 

Όλα τούτα

προστίθενται κάπου ή αφαιρούνται

[από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΘΑΡΙΑ 1980]

 

 

 

ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ (από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980)

Με τον καιρό πέφταν τα φύλλα

γίνονταν βούκινα οι καρποί, τι σάλπιζαν

δίπλα μου το νερό – νερό

η πέτρα – πέτρα

δεν είχε μονοπάτι ο θάνατος.

 

Ξάστερο το ποτάμι με λιγνά νερόφιδα

ίσκιοι πουλιών, χίλια τζιτζίκια,

Τι ’ταν που σάλεψε! Χαλίκια στη συρμή

κι ο τρομαγμένος πετροκότσυφας.

Γύρισα για να δω, κανένας.

 

Μόνο στην άκρη το νερό θολό,

σημάδια από θεόρατες πατούσες

κι οι πέτρες γύρω τους βρεγμένες.

 

Πρόλαβα κι έκλεισα τ’ αυτιά

την ώρα που ’σκαγε το γέλιο του.

 

ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ

Πατήματα στο χιόνι σαν

του μικρού παιδιού κι όμως

δεν ήταν, ούτε ζώου γνωστού ήταν

κανενός, όλη τη μέρα ψάχναμε κι όλη

τη νύχτα με φακούς, χάσαμε

δυο στα δύσβατα φαράγγια, έναν

τον σέρναμε με τις τριχιές και

ποιο το όφελος, εκεί που σταματάει

το έλατο και συνεχίζει μόνο

το βουνό, άξαφνα απάτητο το χιόνι, χωρίς

κανένα ίχνος πάλης ή αίματος.

Καθίσαμε ως τα ξημερώματα πίνοντας

όλο το κονιάκ και τρώγοντας σταφίδες, ώσπου

στο φως της μέρας τρομάξαμε ο ένας

από την όψη του άλλου, ρίξαμε δυο

φωτοβολίδες, ήρθαν με τα ελικόπτερα από

κάτω, μας σηκώσαν, το χιόνι γύρω

απάτητο χωρίς κανένα

ίχνος πάλης ή αίματος.

[από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΘΑΡΙΑ 1980]

 

 

ΑΝΟΧΥΡΩΤΟ (από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980)

Θόλοι του άσπρου. Στουπέτσι

και γλειμμένα κόκαλα.

Περνούν οι πεθαμένοι με νοτισμένα

σπίρτα και θαμπά

φανάρια.

 

Οι πόρτες των σπιτιών

ανοίγουν όλες προς τα έξω.

 

ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ

Έπεσε η νύχτα· με αλεξίπτωτο.

Ο ουρανός βαθαίνει.

 

Ό,τι ανασαίνει μες το σπίτι

κρατάει το δίκιο του στα δόντια.

Κοιμήσου· ήταν το φίδι στις γρεντές.

 

(Σαν δαχτυλίδι απ’ το ένα δάχτυλο στο άλλο)

[από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΘΑΡΙΑ 1980]

 

 

ΟΜΑΔΙΚΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ (από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980)

Έσκαψαν το βουνό. Έβγαλαν πέτρα.

Το ’χτισαν πάλι με την ίδια του την πέτρα.

Στερέωσαν τα χώματα. Πιάσαν νερά.

Σημάδεψαν τα βήματα του Θεού στους λόφους

κι έφεραν λάδι από μακριά για το καντήλι τους

[από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΘΑΡΙΑ 1980]

 

ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΕΤΡΕΣ ΚΙ ΑΕΡΑΣ ΑΡΑΙΟΣ…

Βάζω τα φυσερά, ανάβω τις φωτιές στους λόφους. Ξυπνούν αγρίμια, εκθρονίζονται με πάταγο μπεκάτσες. Ψήνω τα μέλη του θηράματος χωρίς αλάτι. Δίπλα η γυναίκα τα παιδιά.    Ο καπνός ανεβαίνει γαλάζιος στην κρύα μέρα. Στις σκαλωσιές της πάχνης, στις λαμπυρίδες των φύλλων. Με βέβαιο βηματισμό. Λιγνός καλόγερος και βρέχει προσευχές. Το γκρίζο του ασβεστόλιθου τυλίγει την παλιά Μονή. Ακούω τον πεθαμένο ψάλτη δεξιά, τα ένρινα βυζαντινά του.    Με πλατάνια κι άλλα υδροχαρή, σηκώνει ο τόπος το κεφάλι του. Πάνω απ’ το χώμα, πάνω απ’ τις σκεπές, πίσω απ’ την πλάτη των ανθρώπων. (ΙΙ απόσπασμα από τα ΑΓΡΙΑ και ΤΑ ΗΜΕΡΑ, 2η ενότητα στη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980)

Δευτέρα, 14 Δεκεμβρίου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ